-
1 επιβλωσκω
(3 л. sing. aor. 2 ἐπέμολε) приходить, нападать, постигать(πάθος τι ἐπέμολέ τινα Soph.)
См. также в других словарях:
επίμολος — ἐπίμολος, ὁ (Α) επιδρομέας («κάκ’ ἐκτρέποντες εἰς ἐπιμόλους», Αισχύλ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μολος (< έ μολ ον, συμπληρωματικός αόρ. β’ τού βλώσκω «ἐρχομαι»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. αυτό μολος)] … Dictionary of Greek