Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπι-βλέπω

  • 1 βλεπω

         βλέπω
        (fut. βλέψομαι)
        1) обладать зрением, видеть
        

    (οἱ βλέποντες τοῖς τυφλοῖς ἡγούμεθα Arph.; β. ἠρέμα καὴ οὐκ ὀξύ Arst.)

        μέ β. или σκότον β. Soph. — быть незрячим;
        β. φάος Aesch. или φῶς ἡλίου Eur. — видеть (солнечный) свет, т.е. быть в живых, жить;
        βλέπων καὴ ἐμπνέων Soph.вполне живой

        2) быть прозорливым
        

    (ὅ μάντις βλέπων Soph.)

        Παρμενίδης μᾶλλον βλέπων ἔοικε λέγειν Arst. — слова Парменида, повидимому, проницательнее

        3) быть ясным, быть очевидным
        

    τὰ ἀληθῆ καὴ βλέποντα Aesch. — очевидные истины;

        ἐξ ἑαυτῷ βλεπόμενος Sext.самоочевидный

        4) смотреть, глядеть
        

    (εἴς τινα и εἴς τι Aesch., Arst., Dem., ἐπί τινι Soph. и ἐπί τι Thuc., Arst. или πρός τι Arst.)

        5) обращать взоры, стремиться
        

    (εἴς τινα и εἴς τι Soph.; εἰς πλοῦτον καὴ ἀρετήν Arst.; ποιεῖν τι Arph.; πρὸς τὸ διαπράξασθαι μόνον Plat.)

        6) выглядеть
        

    (σεμνὸν καὴ πεφροντικός Eur.; δριμύ Plat.)

        β. Ἄρην Arph. — выглядеть Ареем, т.е. иметь воинственный вид;
        πῶς βλέπων τις ταῦτα τολμήσει λακεῖν ; Soph.как (досл. с каким видом) осмелится кто-л. сказать нечто подобное?

        7) смотреть, относиться
        8) быть обращенным, направленным
        

    (πρὸς μεσημβρίαν Xen.; κάτω Arst.; τὰ ὅπλα πρὸς τοὺς βαρβάρους βλέποντα Plut.)

        9) смотреть (за кем-л., за чем-л.), иметь наблюдение, оберегать
        

    (τινά NT.)

        10) беречься, остерегаться
        

    (ἀπό τινος, тж. ἵνα … и μή … NT.)

    Древнегреческо-русский словарь > βλεπω

  • 2 επιβλεπω

        1) (пристально) смотреть, глядеть, наблюдать
        

    (εἴς τινα Plat.; ἔν τινι, ἐπί τινα и ἐπί τι Arst., τι Isocr., Plat., Luc., Plut. и τινί Luc.)

        2) смотреть с завистью, завидовать

    Древнегреческо-русский словарь > επιβλεπω

См. также в других словарях:

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

  • αθρώ — ἀθρῶ ( έω) (Α) 1. βλέπω με προσοχή, παρατηρώ, διακρίνω 2. κατευθύνω το βλέμμα μου κάπου, βλέπω, κοιτάζω 3. εξετάζω με τον νου μου, σκέφτομαι, λογαριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να συνδέεται ετυμολογικά με τις γλώσσες του… …   Dictionary of Greek

  • επαθρώ — ἐπαθρῶ, έω (Α) αντί εισαθρώ*, βλέπω, παρατηρώ («ἠῶθεν γὰρ ἐπαθρήσαντας ἕκαστα», Απολλ. Ροδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αθρώ «βλέπω, παρατηρώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»