Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπι-βατεύω

См. также в других словарях:

  • επιβατεύω — ἐπιβατεύω (AM) 1. εισβάλλω, καταλαμβάνω 2. σφετερίζομαι 3. μετέχω («ψυχὴ τοῡ γηΐνου... ἐπιβατεύουσα») 4. είμαι επιβάτης πλοίου 5. ιππεύω μσν. πατώ αρχ. 1. στηρίζομαι σε κάποιον, εμπιστεύομαι κάποιον 2. βατεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βατεύω… …   Dictionary of Greek

  • βαίνω — (AM βαίνω) προχωρώ νεοελλ. εξελίσσομαι, φέρομαι («βαίνει προς βελτίωσιν») αρχ. μσν. βαδίζω, περπατώ μσν. 1. περνώ, διαβαίνω 2. προπορεύομαι αρχ. Ι. 1. ανεβαίνω («ἐπὶ νηός ἔβαινεν», «ἐφ ἵππων βάντες», «ἐπί πῶλον βεβῶσα», «βήσασθαι δίφρον») 2.… …   Dictionary of Greek

  • επαναβαίνω — ἐπαναβαίνω και ποιητ. τ. ἐπαμβαίνω (AM) [βαίνω] 1. ανεβαίνω πάνω σε κάτι («κἄπειτ ἐπαναβὰς ἐπὶ τὸ φροντιστήριον τὸ τέγγος κατάσκαπτ », Αριοτοφ.) 2. (για αξίωμα) προάγομαι, προβιβάζομαι («εἰς τὰς τῶν ταξιάρχων χώρας ἐπαναβήσεσθαι», Ξεν.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • επιθόρνυμαι — ἐπιθόρνυμαι (Α) εκσπερματίζω, οχεύω, βατεύω (συν. για άρρενα ζώα). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θόρνυμαι «ορμώ, πηδώ»] …   Dictionary of Greek

  • επιπηδώ — ἐπιπηδῶ, άω (AM) πηδώ πάνω σε κάποιον, εφορμώ («ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῑς ἐπιπηδᾷς», Αριστοφ.) μσν. πηδώ, χοροπηδώ αρχ. 1. μτφ. πηδώ πάνω ή πέρα από κάτι («ἐπιπηδᾱν τῷ λόγῳ», Πλούτ.) 2. πηδώ κατεπάνω («ἐπιπηδᾱν ἐπὶ τὴν τιμωρίαν», Ιώσ.) 3. (για αρσ …   Dictionary of Greek

  • εποχεύω — ἐποχεύω (Α) 1. (για αρσενικό) βατεύω, οχεύω, πηδώ. 2. (για υγρό) ανακατώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οχεύω «επιβαίνω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»