-
1 ἐπιῤῥήσσω
ἐπιῤ-ῥήσσω, zureißen, mit Gewalt zuwerfen und verschließen; intrans., darauf losstürzen, hereinbrechen; auch mit dem acc., ἀήταις, οἵ μιν ἐπιῤῥήσσουσιν, die auf ihn einstürmen -
2 ἐπιῤ-ῥάσσω
ἐπιῤ-ῥάσσω, att. = ἐπιῤῥήσσω, mit Gewalt zuschlagen, verschließen, πρὶν ἐπιῤῥαχϑῆναι τὰς πύλας D. Hal. 8, 18; τὸν λίϑον, davor wälzen, Plut. Pelop. 19; αὐτοῖς τὴν ἵππον, die Reiterei auf sie werfen, L. Hal. 3, 25. – Intr., eindringen, mit Gewalt hereinbrechen, ἤ τις ὀμβρία χάλαζ' ἐπιῤῥάξασα Soph. O. C. 1499; τινί, einen Angriff auf Einen machen, D. Sic. 15, 84 u. öfter, wie D. Hal. 8, 67 u. a. Sp.; ἄνεμος ἐπέῤῥαξεν App. B. C. 2, 59.
-
3 ἐπιῤ-ῥήγνῡμι
ἐπιῤ-ῥήγνῡμι (s. ῥήγνυμι), = ἐπιῤῥήσσω, πύλας ἐπιῤῥήξασ' ἔσω, mit Gewalt zuwerfen, Soph. O. R. 1244, wie Hesych. ἐπιῤῥήσσει durch ἐπικλείει erkl.; – dabei zerreißen, πέπλον δ' ἐπέῤῥηξ' ἐπὶ συμφορᾷ Aesch. Pers. 987; νάρϑηκας ἐπιῤῥηγνύντες Alciphr. 3, 51.
-
4 ἐπιῤῥήγνῡμι
ἐπιῤ-ῥήγνῡμι, = ἐπιῤῥήσσω, πύλας ἐπιῤῥήξασ' ἔσω, mit Gewalt zuwerfen
См. также в других словарях:
επιρρήσσω — ἐπιρρήσω ιων. και επικ. τ. αντί ἐπιρράσσω (Α) 1. τραβώ με τη βία και κλείνω («θύρην δ’ ἔχε μοῡνος ἐπιβλής εἰλάτινος, τὸν τρεῑς μὲν ἐπιρρήσσεσκον..., τρεῖς δ’ ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῑδα θυράων», Ομ. Ιλ.) 2. (για άνεμο) (αμτβ.) ορμώ βίαια, ξεσπώ 3 … Dictionary of Greek