-
1 επιωγάς
-
2 ἐπιωγάς
См. также в других словарях:
ἐπιωγάς — ἐπιωγά̱ς , ἐπιωγαί places of shelter fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιωγάς
2 ἐπιωγάς
ἐπιωγάς — ἐπιωγά̱ς , ἐπιωγαί places of shelter fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)