-
1 επιχάρτους
-
2 ἐπιχάρτους
См. также в других словарях:
ἐπιχάρτους — ἐπίχαρτος wherein one feels joy masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιχάρτους
2 ἐπιχάρτους
ἐπιχάρτους — ἐπίχαρτος wherein one feels joy masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)