-
1 επιχρονιζω
См. также в других словарях:
επιχρονίζω — ἐπιχρονίζω (Α) διαρκώ πολύ («ὅταν [τὸ θερμὸν] ἐπιχρονίσῃ», Αριστοτ.) 2. (για ασθένεια) γίνομαι χρόνιος 3. παθ. ἐπιχρονίζομαι φρ. «ἀὴρ ἐπιχρονιζόμενος ψυχθείς» αέρας που κρυώνει όσο περνάει η ώρα, (Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ἐπιχρονίσῃ — ἐπιχρονίζω last long aor subj mid 2nd sg ἐπιχρονίζω last long aor subj act 3rd sg ἐπιχρονίζω last long fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχρονιζόμενος — ἐπιχρονίζω last long pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχρονίζοι — ἐπιχρονίζοῑ , ἐπιχρονίζω last long pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχρονίσας — ἐπιχρονίσᾱς , ἐπιχρονίζω last long aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)