Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐπιχρονίζω

См. также в других словарях:

  • επιχρονίζω — ἐπιχρονίζω (Α) διαρκώ πολύ («ὅταν [τὸ θερμὸν] ἐπιχρονίσῃ», Αριστοτ.) 2. (για ασθένεια) γίνομαι χρόνιος 3. παθ. ἐπιχρονίζομαι φρ. «ἀὴρ ἐπιχρονιζόμενος ψυχθείς» αέρας που κρυώνει όσο περνάει η ώρα, (Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπιχρονίσῃ — ἐπιχρονίζω last long aor subj mid 2nd sg ἐπιχρονίζω last long aor subj act 3rd sg ἐπιχρονίζω last long fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχρονιζόμενος — ἐπιχρονίζω last long pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχρονίζοι — ἐπιχρονίζοῑ , ἐπιχρονίζω last long pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχρονίσας — ἐπιχρονίσᾱς , ἐπιχρονίζω last long aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»