Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπιχορηγία

См. также в других словарях:

  • ἐπιχορηγία — ἐπιχορηγίᾱ , ἐπιχορηγία supply fem nom/voc/acc dual ἐπιχορηγίᾱ , ἐπιχορηγία supply fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχορηγίᾳ — ἐπιχορηγίαι , ἐπιχορηγία supply fem nom/voc pl ἐπιχορηγίᾱͅ , ἐπιχορηγία supply fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιχορηγία — η (AM ἐπιχορηγία) επιχορήγηση αρχ. μσν. βοήθεια, συμπαράσταση («διὰ τῆς ἐπιχορηγίας τοῡ πνεύματος») …   Dictionary of Greek

  • επιχορηγία — η η επιχορήγηση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιχορηγίας — ἐπιχορηγίᾱς , ἐπιχορηγία supply fem acc pl ἐπιχορηγίᾱς , ἐπιχορηγία supply fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχορηγίαν — ἐπιχορηγίᾱν , ἐπιχορηγία supply fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχορηγίαις — ἐπιχορηγία supply fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»