Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπιχολωτάτη

См. также в других словарях:

  • ἐπιχολωτάτη — ἐπίχολος full of bile fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίχολος — ἐπίχολος, ον (Α) 1. (για πυρετό) εκείνος που συνοδεύεται από έκκριση χολής («πυρετοὶ ἐπίχολοι», Ιπποκρ.) 2. ευερέθιστος, οργίλος 3. αυτός που παράγει χολή («τοῑσι δὲ κτήνεσι ἡ ποίη... ἐπιχολωτάτη», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»