-
1 επιχειρήσεσι
-
2 ἐπιχειρήσεσι
См. также в других словарях:
ἐπιχειρήσεσι — ἐπιχείρησις an attempt upon fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιχειρήσεσι
2 ἐπιχειρήσεσι
ἐπιχειρήσεσι — ἐπιχείρησις an attempt upon fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)