-
1 επιχειρήσει
ἐπιχείρησιςan attempt upon: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἐπιχειρήσεϊ, ἐπιχείρησιςan attempt upon: fem dat sg (epic)ἐπιχείρησιςan attempt upon: fem dat sg (attic ionic)ἐπιχειρέωput one's hand to: aor subj act 3rd sg (epic)ἐπιχειρέωput one's hand to: fut ind mid 2nd sgἐπιχειρέωput one's hand to: fut ind act 3rd sg -
2 ἐπιχειρήσει
ἐπιχείρησιςan attempt upon: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἐπιχειρήσεϊ, ἐπιχείρησιςan attempt upon: fem dat sg (epic)ἐπιχείρησιςan attempt upon: fem dat sg (attic ionic)ἐπιχειρέωput one's hand to: aor subj act 3rd sg (epic)ἐπιχειρέωput one's hand to: fut ind mid 2nd sgἐπιχειρέωput one's hand to: fut ind act 3rd sg -
3 ἀπο-τρίβω
ἀπο-τρίβω, abreiben, abnutzen, Od. 17, 232; ἵππον, ein Pferd striegeln, Xen. Equ. 6, 2; π ρὶν γῆρας ἀποτρῖψαι νεότητα Theocr. 24, 131. – Med., von sich abwischen, abweisen, ἀδοξίαν Dem. 1, 11; τὸ πρᾶγμα ὅλον ἀποτρίψασϑαι ἐπιχειρήσει Aesch. 1, 120; τοὺς πελάζοντας Pol. 3, 102. 5, u. öfter; quartanam Cic. Att. 7. 5; πεῖραν Plut. Thes. 26; δεήσεις Brut. 17; τὸ αἰδοῖον Stoic. rep. 21.
См. также в других словарях:
ἐπιχειρήσει — ἐπιχείρησις an attempt upon fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιχειρήσεϊ , ἐπιχείρησις an attempt upon fem dat sg (epic) ἐπιχείρησις an attempt upon fem dat sg (attic ionic) ἐπιχειρέω put one s hand to aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιχειρέω put… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… … Dictionary of Greek
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek
άγραυλος — Προσωνυμία θεάς και όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Προσωνυμία της θεάς Αθηνάς, που την έλεγαν Αγλαυρίδα Αγραυλίδα Παρθένο, Αθηνά Άγραυλο (Αθηνά των αγρών). 2. Κόρη του Ακταίου, πρώτου θρυλικού βασιλιά της Αττικής και σύζυγος του Κέκροπα. Μητέρα… … Dictionary of Greek
άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον … Dictionary of Greek
αγαθό — To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως… … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
ανεγχείρητος — η, ο (Μ ἀνεγχείρητος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει ακόμη υποβληθεί σε εγχείρηση, ο αχειρούργητος μσν. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να επιχειρήσει, να αναλάβει … Dictionary of Greek
ανεπιχείρητος — ἀνεπιχείρητος, ον (AM) μσν. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να επιχειρήσει κάποιος, ακατόρθωτος αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει επιχειρηθεί 2. απρόσβλητος, ακαταμάχητος … Dictionary of Greek