-
1 επιχειρούμεν
ἐπιχειρέωput one's hand to: pres ind act 1st pl (attic epic doric)ἐπιχειρέωput one's hand to: imperf ind act 1st pl (attic epic doric) -
2 ἐπιχειροῦμεν
ἐπιχειρέωput one's hand to: pres ind act 1st pl (attic epic doric)ἐπιχειρέωput one's hand to: imperf ind act 1st pl (attic epic doric)
См. также в других словарях:
ἐπιχειροῦμεν — ἐπιχειρέω put one s hand to pres ind act 1st pl (attic epic doric) ἐπιχειρέω put one s hand to imperf ind act 1st pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαλύω — ΜΑ παθ. συνδιαλύομαι α) διαλύομαι μαζί η ταυτόχρονα με άλλον β) καταλύομαι ταυτόχρονα με άλλον αρχ. 1. καταπαύω κάτι μαζί με άλλον («τὰς διὰ τύχην αὐτῷ γεγενημένας ταραχὰς συνδιαλύειν ἐπιχειροῡμεν», Ισοκρ.) 2. μέσ. συνεισφέρω και εγώ στην… … Dictionary of Greek