-
1 επιχειρητικος
См. также в других словарях:
επιχειρητικός — ἐπιχειρητικός, ή, όν (Α) [επιχειρητής] 1. ο έτοιμος να επιχειρήσει κάτι, επιθετικός 2. αποδεικτικός («ἐπιχειρητική δύναμις») 3. αυτός που προσπαθεί να αποδείξει κάτι … Dictionary of Greek
ἐπιχειρητικός — in masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρητικαί — ἐπιχειρητικός in fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρητικῆς — ἐπιχειρητικός in fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρητική — ἐπιχειρητικός in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρητικήν — ἐπιχειρητικός in fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)