Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπιχειρητικός

См. также в других словарях:

  • επιχειρητικός — ἐπιχειρητικός, ή, όν (Α) [επιχειρητής] 1. ο έτοιμος να επιχειρήσει κάτι, επιθετικός 2. αποδεικτικός («ἐπιχειρητική δύναμις») 3. αυτός που προσπαθεί να αποδείξει κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἐπιχειρητικός — in masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρητικαί — ἐπιχειρητικός in fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρητικῆς — ἐπιχειρητικός in fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρητική — ἐπιχειρητικός in fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρητικήν — ἐπιχειρητικός in fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»