-
1 ἐπιχείρημα
ἐπι-χείρημα, τό, das Unternehmen, Beginnen; kriegerische Unternehmung; das Betreiben einer Sache. Auch der Punkt, von wo aus man etwas unternehmen kann, Operationspunkt. Die Schlußfolge, Folgerung; von Kunstgriffen in den Schlüssen, Rhett. -
2 μανικός
μανικός, zur Raserei gehörig; μανικόν τι βλέπειν, wie ein Rasender aussehen, das Weiße im Auge nach außen gedreht, Ar. Plut. 424; rasend, unsinnig, Plat. Prot. 343 a; ἐπιχείρημα, Alc. I, 113 c; ὑβριστικὰ καὶ μανικὰ λέγειν, Polit. 307 h, öfter; in heftiger Leidenschaft, Begeisterung, Enthusiast, Plat. Conv. 173 d u. Folgde; zum Zorn geneigt, Arist.; μανικὴ διάϑεσις, die Wuth, Pol. 32, 25, 6; – unsinnig groß, übertrieben, σωφρόνημα λίαν μανικόν, Xen. Ages. 5, 4, τῶν πολυτελῶν καὶ μανικῶν ἱππωνειῶν, Hipparch. 1, 12. – Auch = Raserei verursachend, φάρμακα, Plut. Arat. 54. – Adv. μανικῶς, διακείμενος, Plat. Phaed. 249 d, καὶ ἀτάκτως ἔρχεσϑαι, Legg. X, 897 c.
См. также в других словарях:
ἐπιχείρημα — undertaking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιχείρημα — Σύντομος συλλογισμός που αποτελείται από δύο ή περισσότερες προτάσεις και ένα συμπέρασμα. Οι προτάσεις ενός ε. πρέπει να τεκμηριώνουν την εξαγωγή του συμπεράσματος. Έτσι, είναι ανάγκη να τηρούνται δύο συνθήκες: κατ’ αρχάς, οι προτάσεις να είναι… … Dictionary of Greek
επιχείρημα — το, ατος 1. απόπειρα, τόλμημα. 2. συλλογισμός με τον οποίο επιχειρεί κανείς να αποδείξει κάτι ως αληθινό ή ψεύτικο: Δεν έχει επιχειρήματα. 3. (λογ.), απλός συλλογισμός στον οποίο η μια από τις δύο προκείμενες ή και οι δύο έχουν προσαρτημένη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιχειρημάτων — ἐπιχείρημα undertaking neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήμασι — ἐπιχείρημα undertaking neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήμασιν — ἐπιχείρημα undertaking neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήματα — ἐπιχείρημα undertaking neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήματι — ἐπιχείρημα undertaking neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήματος — ἐπιχείρημα undertaking neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
αντεπιχείρημα — το επιχείρημα που προβάλλεται για να καταρρίψει άλλο επιχείρημα … Dictionary of Greek