-
1 επιχαίρουσαν
-
2 ἐπιχαίρουσαν
См. также в других словарях:
ἐπιχαίρουσαν — ἐπιχαίρω rejoice over pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιχαίρουσαν
2 ἐπιχαίρουσαν
ἐπιχαίρουσαν — ἐπιχαίρω rejoice over pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)