-
1 επιχαριεντισμός
-
2 ἐπιχαριεντισμός
-
3 ἐπιχαριεντισμός
ἐπιχαρ-ιεντισμός, ὁ,A ornamental epithet, Sch.Opp.H.1.661.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιχαριεντισμός
См. также в других словарях:
ἐπιχαριεντισμός — ornamental epithet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)