-
1 επιχάριτος
-
2 ἐπιχάριτος
-
3 ἐπίχαρις
A pleasing, charming,οὐδ' ἐ. Ἄρης A.Th. 910
(lyr.), etc.;ἐ. ἐν ταῖς συνουσίαις X.Cyr.1.4.4
;χάρις οὐκ ἐ. Pl.Lg. 853d
;σιμός, ἐ. κληθείς Id.R. 474d
; θηρίον ἐ., of the hare, X.Cyn.5.33 ;τὸ ἐ.
pleasantness of manner,Id.
An.2.6.12 ; elegance, of mathematical study, Pl.R. 528d: [comp] Comp. and [comp] Sup. ἐπιχαριτώτερος, -τατος (as if from [full] ἐπιχάριτος which is found later, Alciphr. 2.4, Ptol.Tetr. 166, prob. in 164), X.Smp.7.5, Oec.7.37. Adv. [suff] ἐπιχάρ-τως Id.Ap.4, Isoc.15.8 ; [dialect] Boeot. ἐπιχαρίτως dub. l. in Ar.Ach. 867.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίχαρις
См. также в других словарях:
επιχάριτος — ἐπιχάριτος, ον (Α) επίχαρις* … Dictionary of Greek
ἐπιχάριτος — ἐπίχαρις pleasing gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek
ՇՆՈՐՀԱԼԻՑ — ( ) NBH 2 0482 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 11c, 12c, 14c ա. χαριτωθείς, κεχαριτομένος, κεχαρισμένος, νη, ἑπιχαρίτος , χάριες, χαριέστερος, εὕχαρις gratiosus, gratia plenus, na, gratior et suavior,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)