-
1 επιφυλιος
-
2 ἐπιφύλιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιφύλιος
-
3 ἐπιφύλιος
ἐπι-φύλιος, χϑών, unter die Stämme verteilt -
4 καπιφυλίων
-
5 κἀπιφυλίων
См. также в других словарях:
επιφύλιος — ἐπιφύλιος, ον (Α) [φυλή] αυτός που έχει διανεμηθεί στις ανθρώπινες φυλές («ἐπώνυμοι γῆς κἀπιφυλίου χθονὸς λαῶν ἔσονται», Ευρ.) … Dictionary of Greek
κἀπιφυλίων — ἐπιφυλίων , ἐπιφύλιος distributed to the tribes masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)