Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπιφωνῶ

  • 1 επιφωνώ

    ἐπιφωνέω
    mention by name: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἐπιφωνέω
    mention by name: pres ind act 1st sg (attic epic doric)
    ἐπιφωνέω
    mention by name: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἐπιφωνέω
    mention by name: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > επιφωνώ

  • 2 ἐπιφωνῶ

    ἐπιφωνέω
    mention by name: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἐπιφωνέω
    mention by name: pres ind act 1st sg (attic epic doric)
    ἐπιφωνέω
    mention by name: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἐπιφωνέω
    mention by name: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ἐπιφωνῶ

См. также в других словарях:

  • επιφωνώ — (AM ἐπιφωνῶ, έω) φωνάζω, αναφωνώ («οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν», ΚΔ) μσν. 1. δηλώνω πανηγυρικά, φανερώνω 2. προσφωνώ 3. διατάζω 4. μέσ. ἐπιφωνοῡμαι α) συμβουλεύω, προτρέπω β) παραγγέλνω, διατάζω γ) γνωστοποιώ αρχ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιφωνῶ — ἐπιφωνέω mention by name pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιφωνέω mention by name pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπιφωνέω mention by name pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιφωνέω mention by name pres ind act 1st sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιφώνημα — Άκλιτο μέρος του λόγου που εκφράζει ένα συναίσθημα, όπως για παράδειγμα λύπη, ευχαρίστηση, θαυμασμό. Το ε. μπορεί να είναι ένας απλός φθόγγος, ο οποίος εκφράζει τη συγκινησιακή ταραχή και ποικίλλει ανάλογα με τον τύπο των συγκινήσεων και, φυσικά …   Dictionary of Greek

  • επιφώνηση — η (AM ἐπιφώνησις) [επιφωνώ] κραυγή, αναφώνηση, έκφραση αισθημάτων ή συναισθημάτων με επιφώνημα («επιφώνηση θαυμασμού, αποδοκιμασίας» κ.λπ.) μσν. 1. υπόσχεση καταβολής χρέους 2. έντονη παρατήρηση με δυνατές φωνές αρχ. 1. (ρητορ.) σχήμα λόγου κατά… …   Dictionary of Greek

  • προσεπιφωνώ — έω, Α [ἐπιφωνῶ] προσθέτω κάτι ακόμη στην ομιλία μου, λέγω κάτι ακόμη …   Dictionary of Greek

  • συνεπιφωνώ — έω, Α [ἐπιφωνῶ] αναφωνώ μαζί με άλλους …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»