Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπιφοιτήσῃ

  • 1 επιφοιτήση

    ἐπιφοιτήσηι, ἐπιφοίτησις
    a coming upon: fem dat sg (epic)
    ἐπιφοιτάω
    come habitually: aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
    ἐπιφοιτάω
    come habitually: aor subj act 3rd sg (attic ionic)
    ἐπιφοιτάω
    come habitually: fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
    ἐπιφοιτάω
    come habitually: aor subj mid 2nd sg
    ἐπιφοιτάω
    come habitually: aor subj act 3rd sg
    ἐπιφοιτάω
    come habitually: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > επιφοιτήση

  • 2 ἐπιφοιτήσῃ

    ἐπιφοιτήσηι, ἐπιφοίτησις
    a coming upon: fem dat sg (epic)
    ἐπιφοιτάω
    come habitually: aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
    ἐπιφοιτάω
    come habitually: aor subj act 3rd sg (attic ionic)
    ἐπιφοιτάω
    come habitually: fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
    ἐπιφοιτάω
    come habitually: aor subj mid 2nd sg
    ἐπιφοιτάω
    come habitually: aor subj act 3rd sg
    ἐπιφοιτάω
    come habitually: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἐπιφοιτήσῃ

См. также в других словарях:

  • επιφοίτηση — η (AM ἐπιφοίτησις) [επιφοιτώ] κάθοδος από ψηλά, από τον ουρανό, θεία έμπνευση, φώτιση (α. «επίφοίτηση τού Αγίου Πνεύματος» β. «ἐπιφοιτήσει τοῡ Θεοῡ», Ιώσ.) αρχ. μσν. μετάβαση σ’ έναν τόπο («ἐπί διασκοπῇ τῆς Ρωμαϊκῆς ἐπιφοιτήσεως», Θεοφύλ. Σ.) αρχ …   Dictionary of Greek

  • επιφοίτηση — η θεία έμπνευση, θεία επενέργεια, φώτιση από το Θεό: Η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιφοιτήσῃ — ἐπιφοιτήσηι , ἐπιφοίτησις a coming upon fem dat sg (epic) ἐπιφοιτάω come habitually aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἐπιφοιτάω come habitually aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἐπιφοιτάω come habitually fut ind mid 2nd sg (attic ionic) ἐπιφοιτάω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαϊμονίδης — (Κόρντομπα, Ισπανία 1135 – Κάιρο, Αίγυπτος 1204). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Εβραίου φιλοσόφου και νομομαθούς Μωυσή μπεν Μαϊμόν (Moses ben Maimon). Σε παιδική ηλικία μετακόμισε στη βόρεια Αφρική από την Ισπανία, εξαιτίας του διωγμού… …   Dictionary of Greek

  • Κουάκερος — ο στον πληθ. οι Κουάκεροι άλλη ονομασία τών μελών τής «Εταιρείας τών Φίλων» ή «Εκκλησίας τών Φίλων», χριστιανικής ομάδας που εμφανίστηκε κατά τα μέσα τού 17ου αιωνα στην Αγγλία και στις αποικίες της και ιδίως στην Αμερική και η οποία κήρυττε ότι… …   Dictionary of Greek

  • γλωσσολαλία — η (AM γλωσσολαλία) το να μιλάει κανείς πολλές γλώσσες, η γλωσσομάθεια (αρχ. μσν.) το χάρισμα με θεϊκή επιφοίτηση να μιλά κανείς ξένες γλώσσες χωρίς να τίς έχει διδαχθεί …   Dictionary of Greek

  • δωρεά — Η χωρίς αντάλλαγμα παροχή περιουσιακού στοιχείου. Η παροχή αυτή πρέπει να είναι θετική· έτσι, η παράλειψη κτήσης ενός πράγματος, η παραίτηση από μελλοντικό δικαίωμα καθώς και η αποποίηση κληρονομιάς ή κληροδοσίας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως… …   Dictionary of Greek

  • επίνευση — η (AM ἐπίνευσις) [επινεύω] 1. συναίνεση που δηλώνεται με κλίση τού κεφαλιού προς τα κάτω, η συγκατάνευση 2. συγκατάθεση μσν. έμπνευση, επιφοίτηση (αρχ) 1 επιβεβαίωση, επικύρωση («καταστησάμενος τὴν ἀρχὴν ἐπινεύσει τῇ Καίσαρος», Ιώσ.) 2. κλίση τού …   Dictionary of Greek

  • επιρροή — η (Α ἐπιρροή) νεοελλ. 1. μτφ. επίδραση, επενέργεια, επηρεασμός, επιβολή («ασκεί μεγάλη επιρροή επάνω σου» σέ επηρεάζει πολύ) 2. απόλ. μτφ. προσωπικό ή κοινωνικό ή πολιτικό κύρος, δύναμη («ἐχει μεγάλη επιρροή στην κυβέρνηση») 3. δημοφιλία 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • εφάλλομαι — ἐφάλλομαι (ΑΜ) μσν. (για τον Λάζαρο που εγέρθηκε από τόν τάφο) σηκώνομαι με ορμή, τινάζομαι πάνω αρχ. 1. πηδώ επάνω σε κάποιον, εφορμώ, επιτίθεμαι («Ἀστεροπαίῳ ἐπᾱλτο», Ομ. Ιλ.) 2. (με δοτ. οργαν.) προσβάλλω, πλήττω κάποιον με κάτι («ἐπάλμενος… …   Dictionary of Greek

  • εφίζησις — ἐφίζησις, ἡ (Α) [εφιζάνω] εγκατάσταση, επιφοίτηση («τῇ ἐφιζήσει τοῡ... χαρίσματος τοῡ πνεύματος») …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»