-
1 επιφλεγές
-
2 ἐπιφλεγές
См. также в других словарях:
ἐπιφλεγές — ἐπιφλεγής fiery masc/fem voc sg ἐπιφλεγής fiery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφλεγής — ἐπιφλεγής, ές (A) [επιφλέγω] αυτός που είναι φλογώδης στην επιφάνεια, που έχει κατακόκκινη επιφάνεια («οἷς περί τὰ στήθη ἐπιφλεγές έστι χρῶμα δυσόργητοι», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek