-
1 επιφλεγμήναι
-
2 ἐπιφλεγμῆναι
См. также в других словарях:
ἐπιφλεγμῆναι — ἐπί φλεγμαίνω causeto swell up aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιφλεγμήναι
2 ἐπιφλεγμῆναι
ἐπιφλεγμῆναι — ἐπί φλεγμαίνω causeto swell up aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)