-
1 επιφημίσματα
-
2 ἐπιφημίσματα
См. также в других словарях:
ἐπιφημίσματα — ἐπιφήμισμα word of ominous import neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιφημίσματα
2 ἐπιφημίσματα
ἐπιφημίσματα — ἐπιφήμισμα word of ominous import neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)