-
1 ἐπιφάσκω
A pretend, profess, c. inf.,εἰδέναι σαφῶς Ph.1.457
; ἰᾶσθαι Id. ap. Eus.PE8.14 ; act a part,ἐ. τὸν [σεμνόν] Phld.Vit.p.36J.
;τὸν πλούσιον Ph.2.536
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιφάσκω
См. также в других словарях:
επιφάσκω — ἐπιφάσκω (Α) 1. ισχυρίζομαι, διαβεβαιώνω, υπόσχομαι («οἱ τὴν δέσποιναν ἐπιφάσκοντες ἰᾱσθαι», Ευσ.) 2. (με έναρθρο επίθ.) προσποιούμαι, παριστάνω, υποκρίνομαι («ἐπιφάσκων τὸν πάνυ πλούσιον», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φάσκω, παράλλ. τ. τού φημί… … Dictionary of Greek
συνεπιφάσκω — Α συναινώ, συνομολογώ, συμφωνώ για κάτι ή σε κάτι («τὸν κόλακα φωράσεις ἀεὶ συνεπιφάσκοντα και συναποφαινόμενον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιφάσκω «ισχυρίζομαι»] … Dictionary of Greek