-
1 επιτόπως
-
2 ἐπιτόπως
-
3 ἐπιτόπως
ἐπιτόπως, Adv.A suitably, κείμενοι ἐ., χρηματίζοντες ἐ., of stars, Vett.Val.5.3,7, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτόπως
См. также в других словарях:
ἐπιτόπως — suitably indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)