-
1 επιτιτθιος
См. также в других словарях:
επιτίτθιος — ἐπιτίτθιος, ον (Α) 1. (για βρέφη) αυτό που βρίσκεται πάνω στο στήθος, που θηλάζει, το βυζανιάρικο 2. (το αρσ. και ως ουσ.) ὁ ἐπιτίτθιος βρέφος που ακόμη θηλάζει, βυζανιάρικο, βυζασταρούδι («ὡς εἴδοντ’ ἐπιτίτθιον Ήρακλῆα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ἐπιτίτθιον — ἐπιτίτθιος at the breast masc/fem acc sg ἐπιτίτθιος at the breast neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτιτθίους — ἐπιτίτθιος at the breast masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)