Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπιτίτθιον

См. также в других словарях:

  • ἐπιτίτθιον — ἐπιτίτθιος at the breast masc/fem acc sg ἐπιτίτθιος at the breast neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτίτθιος — ἐπιτίτθιος, ον (Α) 1. (για βρέφη) αυτό που βρίσκεται πάνω στο στήθος, που θηλάζει, το βυζανιάρικο 2. (το αρσ. και ως ουσ.) ὁ ἐπιτίτθιος βρέφος που ακόμη θηλάζει, βυζανιάρικο, βυζασταρούδι («ὡς εἴδοντ’ ἐπιτίτθιον Ήρακλῆα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»