-
1 επιτελεσις
-
2 επιτέλεσις
(-εως) η осуществление, выполнение
См. также в других словарях:
ἐπιτέλεσις — completion fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτελέσει — ἐπιτέλεσις completion fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιτελέσεϊ , ἐπιτέλεσις completion fem dat sg (epic) ἐπιτέλεσις completion fem dat sg (attic ionic) ἐπιτελέω complete aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιτελέω complete fut ind mid 2nd sg ἐπιτελέω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτελέσεις — ἐπιτέλεσις completion fem nom/voc pl (attic epic) ἐπιτέλεσις completion fem nom/acc pl (attic) ἐπιτελέω complete aor subj act 2nd sg (epic) ἐπιτελέω complete fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτέλεσιν — ἐπιτέλεσις completion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτέλεση — η (Α ἐπιτέλεσις) [επιτελώ] εκτέλεση, περάτωση, διεκπεραίωση, πραγμάτωση αρχ. τελείωση, εκπλήρωση … Dictionary of Greek
επιτελεστικός — ή, ό (Α ἐπιτελεστικός, ή, όν) [επιτέλεσις] αυτός που είναι κατάλληλος ή συντελεί στην πραγματοποίηση τού ποθούμενου αρχ. 1. ενεργητικός («ὅσοι δὲ τῶν μικρῶν ὑγραῑς σαρξὶ κεχρημένοι εἰσί, καὶ χρώμασι διὰ ψυχρότητα, γίγνονται ἐπιτελεστικοί»,… … Dictionary of Greek
ἐπιτελέσεως — ἐπιτελέσεω̆ς , ἐπιτέλεσις completion fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτελέσῃ — ἐπιτελέσηι , ἐπιτέλεσις completion fem dat sg (epic) ἐπιτελέω complete aor subj mid 2nd sg ἐπιτελέω complete aor subj act 3rd sg ἐπιτελέω complete fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)