-
1 Επιτέλει
Ἐπιτέληςmasc nom /voc /acc dual (attic epic)Ἐπιτέλεϊ, Ἐπιτέληςmasc dat sg (epic ionic)Ἐπιτέληςmasc dat sg -
2 Ἐπιτέλει
Ἐπιτέληςmasc nom /voc /acc dual (attic epic)Ἐπιτέλεϊ, Ἐπιτέληςmasc dat sg (epic ionic)Ἐπιτέληςmasc dat sg -
3 επιτελεί
ἐπιτέλλωenjoin: fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπιτέλλωenjoin: fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)ἐπιτελέωcomplete: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπιτελέωcomplete: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)ἐπιτελέωcomplete: fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπιτελέωcomplete: fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)ἐπιτελέωcomplete: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπιτελέωcomplete: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)ἐπιτελήςbrought to an end: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ἐπιτελήςbrought to an end: masc /fem /neut dat sg -
4 ἐπιτελεῖ
ἐπιτέλλωenjoin: fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπιτέλλωenjoin: fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)ἐπιτελέωcomplete: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπιτελέωcomplete: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)ἐπιτελέωcomplete: fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπιτελέωcomplete: fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)ἐπιτελέωcomplete: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπιτελέωcomplete: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)ἐπιτελήςbrought to an end: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ἐπιτελήςbrought to an end: masc /fem /neut dat sg -
5 επιτέλει
ἐπιτελέωcomplete: pres imperat act 2nd sg (attic epic)ἐπιτελέωcomplete: pres imperat act 2nd sg (attic epic)ἐπιτελέωcomplete: imperf ind act 3rd sg (attic epic)ἐπιτελέωcomplete: imperf ind act 3rd sg (attic epic) -
6 ἐπιτέλει
ἐπιτελέωcomplete: pres imperat act 2nd sg (attic epic)ἐπιτελέωcomplete: pres imperat act 2nd sg (attic epic)ἐπιτελέωcomplete: imperf ind act 3rd sg (attic epic)ἐπιτελέωcomplete: imperf ind act 3rd sg (attic epic) -
7 ἀπεργάζομαι
ἀπεργ-άζομαι, [tense] pf. -είργασμαι, sts. [voice] Act., Pl.Lg. 704c, Ti. 30b, al., sts. [voice] Pass., R. 566a, Phdr. 272a, al.: [tense] aor. - ειργάσθην always in pass. sense, Id.R. 374c, al.:—A finish off, complete, bring to perfection,τὰ ξύλινα τοῦ τείχους Ar.Av. 1154
; freq. in Pl.,ἔργον ἀ. Grg. 454a
, R. 353c, 603a, al.;εὐδαίμονα πόλιν ἀ. Lg. 683b
;τόν τε πολιτικὸν ἀ. καὶ τὸν φιλόσοφον Plt. 257a
;ἡ τέχνη ἐπιτελεῖ ἃ ἡ φύσις ἀδυνατεῖ ἀπεργάσασθαι Arist.Ph. 199a16
.2 of a painter, fill up with colour, represent in a finished picture, opp. ὑπογράψαι ( sketch),ἀ. ἀκριβῶς Pl.R. 548d
.3 finish a contract, X.Mem.1.6.5.II cause, produce, Pl.Ti. 28e, al.;τὸ πλέον καὶ τὸ ἔλαττον Id.Phlb. 24e
; δόξαν ψευδῆ ib. 40d;νίκην καὶ σωτηρίαν Id.Lg. 647b
; πανουργίαν ἀντὶ σοφίας ib. 747c; , etc.; folld. by inf., enable,τὸ ἀπεργαζόμενον ὀρθῶς χρῆσθαι Pl.Euthd. 281a
.III c. dupl. acc., make so and so,ἀγαθὸν ἀ. τινα X.Smp.8.35
;τοὺς παῖδας ἀ. δειλοτέρους Pl.R. 381e
, cf. Plt. 287a, al.: [tense] pf. in pass. sense, ἀπειργασμένος τύραννος finished tyrant, R. 566a;τέχνη ἀπειργασμένη Phdr. 272a
;ἀνὴρ ἀ. καλὸς κἀγαθός X.Oec.11.3
.2 ἀ. τινά τιδο something to one,ὅ τι ἀγαθὸν ἡμᾶς ἀπεργάζεται Pl.Chrm. 173a
, cf. Riv.135e; ὅπερ ὕδωρ γῆν ἀ. as water acts upon earth, Id.Ti.61b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπεργάζομαι
-
8 ἐπαγγέλλω
A- ηγγέλθην IG12.188.25
, - ηγγέλην ib.12.76.19:—tell, proclaim, announce, Od.4.775, Ar.Lys. 1049 (lyr.);τινὶ ὡς.. Hdt.3.36
;τῷ δήμῳ ὑπέρ τινος ὅτι.. Inscr.Prien.5.17
(iv B. C.); esp. proclaim by authority, notify publicly, ἐ. [τὴν ἐκεχειρίαν] Th.5.49;ἐ. πόλεμον Pl.Lg. 702d
:— [voice] Pass., to be proclaimed, IGIl.cc., etc.;μὴ ἐπηγγέλαι πω τὰς σπονδάς Th.5.49
, cf. 8.10; βουλῆς -θείσης a meeting having been summoned, D.C.56.29:—[voice] Med., cause proclamation to be made, Hdt.2.121.ζ.2 give orders, command, abs., Id.1.70: c.acc. et inf., give orders that.., ἐπαγγείλας τοὺς Αακεδαιμονίους παρεῖναι ib.77, cf. Th.6.56: c. dat. et inf., order one to do, D.42.7, etc.: c. acc. rei, στρατιὰν ἐς τοὺς ξυμμάχους ἐ. send them orders to furnish their contingents, Th.7.17;κατὰ πόλεις τεσσαράκοντα νεῶν πλῆθος ἐ. Id.3.16
: abs., βοηθεῖν.. καθ' ὅ τι ἂν -ωσιν αἱ πόλεις Foed. ap. Th.5.47:—[voice] Med., , cf. 4.200;ἐ. τινί E.HF 1185
(lyr.);ἐ. τισί ὅκως ἂν ἀπέλθοιεν Hdt.5.98
:—[voice] Pass.,τὸ ἐπαγγελλόμενον Id.2.55
.3 as law-term, prop. δοκιμασίαν ἐ. denounce and summon to a δοκιμασία τῶν ῥητόρων one who, having incurred ἀτιμία, yet takes part in public affairs (v. ),ἐπήγγειλα αὐτῷ τὴν δοκιμασίαν ταυτηνί Aeschin.1.2
, cf. ib.32;πρὸς τοὺς θεσμοθέτας D.22.23
(but ἐπηγγέλθη αὐτοῖς ὅτι ἐπεξίοιμι is f.l.for ἀπ- in Antipho 1.11).4 promise, offer,ξείνοις δεῖπνα Pi.P.4.31
;θεοῖς εὐχάς A.Ch. 213
:—more freq. in [voice] Med., promise unasked (opp. ὑπισχνέομαι ) or offer of one's free will,ἐ. τι ἐς τὴν δωρεὴν τοῖσι ἀδελφεοῖσι Hdt.3.135
;ἐ. καταγωγὴν καὶ ξείνιά τινι Id.6.35
;παίδων.. ἐ. γονάς E.Med. 721
; ἁπηγγελλόμην what I was proposing, S.El. 1018, cf. D.4.15;ἐ. τάδε, ὡς.. Hdt.6.9
: c. inf., promise or offer,ξυμπολεμεῖν Th.6.88
; διαθήκας ἀποφαίνειν (- φανεῖν Dobree) Is.1.15;ἐ. τῇ βουλῇ μηνύσειν And.1.15
;τισὶν τριήρεις ἔχων ἐκπλεύσεσθαι Lys.28.4
, cf. D.18.132, etc.;τινὶ ὥστε βοηθεῖν Th.8.86
; ἐ. ὅ τι χρὴ δρᾶν offering (to do) what in justice he ought to do, Pl.Lg. 915a.5 [voice] Med., profess, make profession of, c. acc.,ἀρετήν X.Mem.1.2.7
;θεοσέβειαν 1 Ep.Ti.2.10
; esp. of Sophists, as in Pl.Euthd. 273e;τί ἐστιν ὃ ἐ. τε καὶ διδάσκει Id.Grg. 447c
; ;ἐπαγγελλόμενος πάντα.. οὐδὲν ἐπιτελεῖ Arist.EN 1164a5
; [γνῶσιν] 1 Ep.Ti.6.21: c. inf.,ἐ. ἀποκρίνεσθαι ὅ τι ἄν τίς σε ἐρωτᾷ Pl.Grg. 447d
;ἐ. οἷός τε εἶναι ποιῆσαί τι Id.La. 186c
, Thg. 127e;ταῦτα ἐπαγγέλλεται δεινὸς εἶναι D.35.41
;οἱ σοφισταὶ ἐ. διδάσκειν τινά Arist.EN 1180b35
;παιδεύειν D.35.41
; and abs., profess an art, Pl.R. 518b, Arist.SE 172a32.6 demand, require, cj. in D.H.5.65:—[voice] Med., D.19.193; but, ask a favour, ib. 41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαγγέλλω
См. также в других словарях:
Ἐπιτέλει — Ἐπιτέλης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Ἐπιτέλεϊ , Ἐπιτέλης masc dat sg (epic ionic) Ἐπιτέλης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτελεῖ — ἐπιτέλλω enjoin fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπιτέλλω enjoin fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐπιτελέω complete pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπιτελέω complete pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτέλει — ἐπιτελέω complete pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἐπιτελέω complete pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἐπιτελέω complete imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἐπιτελέω complete imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας … Dictionary of Greek
ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek
θερμοδυναμική — Κλάδος της φυσικής που μελετά από μακροσκοπική άποψη, χωρίς δηλαδή να ενδιαφέρει η δράση των εσωτερικών μηχανισμών, τα φαινόμενα που χαρακτηρίζονται βασικά από τις μετατροπές της θερμότητας σε έργο και αντίστροφα. Γενικότερα, η θ. ασχολείται με… … Dictionary of Greek
έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ήνυστρο — Το τέταρτο στομάχι των μηρυκαστικών, στο οποίο πραγματοποιείται η πέψη και δημιουργείται η πυτιά ή γαλιμίδι. Στους Ιππείς του Αριστοφάνη, το ή. αναφέρεται ως αγαπητό φαγητό των αρχαίων Αθηναίων. * * * το (Α ἤνυστρον) το τέταρτο στομάχι τών… … Dictionary of Greek
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek