-
1 επιτεγγω
См. также в других словарях:
επιτέγγω — ἐπιτέγγω (Α) 1. βρέχω, χύνω νερό σε κάτι, μουσκεύω 2. νοτίζω, υγραίνω ελαφρά 3. μαλακώνω κάτι μουσκεύοντας το 4. στάζω, χύνω από πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέγγω «βρέχω»] … Dictionary of Greek
επίτεγκτος — η, ο (Α ἐπίτεγκτος, ον) [επιτέγγω] βρεγμένος, νοτισμένος, μουσκεμένος νεοελλ. υδροχρωματισμένος … Dictionary of Greek
επίτεγξις — ἐπίτεγξις, ἡ (Α) [επιτέγγω] 1. βρέξιμο, μούσκεμα, εμποτισμός με υγρό 2. μαλάκωμα που γίνεται με εμποτισμό 3. υγρή κατάσταση … Dictionary of Greek