Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπιτέγγω

См. также в других словарях:

  • επιτέγγω — ἐπιτέγγω (Α) 1. βρέχω, χύνω νερό σε κάτι, μουσκεύω 2. νοτίζω, υγραίνω ελαφρά 3. μαλακώνω κάτι μουσκεύοντας το 4. στάζω, χύνω από πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέγγω «βρέχω»] …   Dictionary of Greek

  • επίτεγκτος — η, ο (Α ἐπίτεγκτος, ον) [επιτέγγω] βρεγμένος, νοτισμένος, μουσκεμένος νεοελλ. υδροχρωματισμένος …   Dictionary of Greek

  • επίτεγξις — ἐπίτεγξις, ἡ (Α) [επιτέγγω] 1. βρέξιμο, μούσκεμα, εμποτισμός με υγρό 2. μαλάκωμα που γίνεται με εμποτισμό 3. υγρή κατάσταση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»