Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐπιτυμβίδιοι

См. также в других словарях:

  • ἐπιτυμβίδιοι — ἐπιτυμβίδιος at masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτυμβίδιος — ἐπιτυμβίδιος, ία, ον (Α) [επιτύμβιος] 1. επιτύμβιος, επιτάφιος («ἀντὶ δὲ θρήνων ἐπιτυμβιδίων» τών επιτάφιων τραγουδιών, Αισχύλ.) 2. φρ. «ἐπιτυμβίδιοι κορυδαλλίδες» επίθ. τών κορυδαλλών, επειδή έχουν πάνω στο κεφάλι τους λοφίο σαν τύμβο ή επειδή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»