-
1 επιτροπικος
См. также в других словарях:
ἐπιτροπικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτροπικός — ή, ό (AM ἐπιτροπικός, ή, όν) [επίτροπος] μσν. νεοελλ. 1. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιτροπική, τὸ ἐπιτροπικόν α) η δικαιοδοσία, η εξουσία τού επιτρόπου, εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα β) το έγγραφο με το οποίο διορίζεται κάποιος επίτροπος… … Dictionary of Greek
επιτροπικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον επίτροπο ή στη δικαιοδοσία του, που είναι του επίτροπου. 2. το ουδ. ως ουσ., επιτροπικό, α. το έγγραφο με το οποίο κάποιος διορίζεται επίτροπος. β. ιδιαίτερος χώρος μες στην εκκλησία ή δίπλα σ αυτή που τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιτροπικῶν — ἐπιτροπικός of fem gen pl ἐπιτροπικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτροπικαί — ἐπιτροπικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτροπικοῖς — ἐπιτροπικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτροπικούς — ἐπιτροπικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτροπικῆς — ἐπιτροπικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτροπικήν — ἐπιτροπικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτροπικῶς — ἐπιτροπικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτροπικῷ — ἐπιτροπικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)