См. также в других словарях:
επιτμήγω — ἐπιτμήγω (επικ. τ. τού ἐπιτέμνω) (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιτμήγειν ἐπιτέμνεσθαι σπεύδειν» … Dictionary of Greek
επιτμήγω — ἐπιτμήγω (επικ. τ. τού ἐπιτέμνω) (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιτμήγειν ἐπιτέμνεσθαι σπεύδειν» … Dictionary of Greek