-
1 ἐπιτήθη
A great-grandmother, Theopomp.Com.42.2 great-great-grandmother, Poll.3.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτήθη
-
2 ἐπιτήθη
ἐπι-τήθη, ἡ, die Urgroßmutter -
3 ἐπι-τήθη
См. также в других словарях:
επιτήθη — ἐπιτήθη και ἐπιτηθή, ἡ (AM) η μητέρα τής γιαγιάς αρχ. η μητέρα τής προγιαγιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τήθη «γιαγιά»] … Dictionary of Greek