-
1 επιτηδεύσας
-
2 ἐπιτηδεύσας
-
3 ἐπιτηδεύω
Aἐπετήδευον Pl.Phd. 64a
: [tense] aor.ἐπετήδευσα Th.1.37
: [tense] pf. ἐπιτετήδευκα, [voice] Pass. -ευμαι, Pl.Hp.Ma. 304b, Lys.13.65 : (as if a compd. of ἐπί, Τηδεύω, but it is formed directly from ἐπιτηδές):— pursue or practise a thing, make it one's business, c.acc.,εὐπαθείας Hdt.1.135
, etc. ;ἐν τοῖς κακοῖς..ἀνάγκη κἀπιτηδεύειν κακά S.El. 309
; ; ; ; τέχνην, μουσικήν, Pl.Tht. 149a, X.Ath.1.13, etc. ; ἐ. τι πρός τι invent with a view to.., Hdt.6.125:—[voice] Pass., to be practised,ὅσα κακὰ καὶ αἰσχρά τινι ἐπιτετήδευται Lys.13.65
; also, to be made so and so by art, opp. to being so by nature, Hdt.1.98 ; of dogs, to be carefully trained,πρός τι X.Cyr.1.6.40
.2 c. inf.. take care to do, use to do, Hdt.3.18, 4.170, Pl.Grg. 524c, Jul.Or.1.3d, etc. ; alsoἐ. ὅπως.. Hdt.3.102
.3 abs. in part., οὐδὲν αὐτοὶ ἐπιτηδεύοντες without any deliberate purpose on our part, Speus. ap. Theol.Ar.61 ; on purpose,Hld.
5.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτηδεύω
См. также в других словарях:
ἐπιτηδεύσας — ἐπιτηδεύσᾱς , ἐπιτηδεύω pursue aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτηδεύω — (AM ἐπιτηδεύω) [επιτήδειος] νεοελλ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με υπερβολική λεπτολογία 2. μέσ. επιτηδεύομαι ασχολούμαι επιδέξια με κάτι, είμαι επιτήδειος, δεξιοτέχνης σε κάτι 3. συνεκδ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι κάτι μσν. 1. επινοώ, μηχανεύομαι 2.… … Dictionary of Greek
προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… … Dictionary of Greek