-
1 επιτηδειότεραι
-
2 ἐπιτηδειότεραι
См. также в других словарях:
ἐπιτηδειότεραι — ἐπιτήδειος made for an end fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιτηδειότεραι
2 ἐπιτηδειότεραι
ἐπιτηδειότεραι — ἐπιτήδειος made for an end fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)