-
1 ἐπιτηδειότης
ἐπιτηδειότης, ᾷτος, ἡ, die Tauglichkeit, Brauchbarkeit wozu, πρός τι, Plat. Legg. VI, 778 a; τῶν καιομένων ξύλων S. Emp. adv. phys. 1, 243, die Tauglichkeit zum Brennen. – Die erforderlichen Dinge, der Bedarf, σίτου καὶ βελῶν καὶ τῆς ἄλλης ἐπιτηδειότητος πρὸς πόλεμον ἐποιήσαντο παρασκετήν Pol. 2, 23, 11. – Bei Aristid. Freundlichkeit.
-
2 ἐπιτηδειότης
ἐπιτηδειότης, ᾷτος, ἡ, die Tauglichkeit, Brauchbarkeit wozu; τῶν καιομένων ξύλων, die Tauglichkeit zum Brennen. Die erforderlichen Dinge, der Bedarf; Freundlichkeit -
3 aptabilitas
aptābilitās, ātis, f. (aptabilis) = επιτηδειότης die Brauchbarkeit, Tauglichkeit, Interpr. Iren. 1, 4, 5.
-
4 aptabilitas
aptābilitās, ātis, f. (aptabilis) = επιτηδειότης die Brauchbarkeit, Tauglichkeit, Interpr. Iren. 1, 4, 5.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > aptabilitas
См. также в других словарях:
ἐπιτηδειότης — fitness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδειοτήτων — ἐπιτηδειότης fitness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδειότησι — ἐπιτηδειότης fitness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδειότησιν — ἐπιτηδειότης fitness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδειότητα — ἐπιτηδειότης fitness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδειότητας — ἐπιτηδειότης fitness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδειότητες — ἐπιτηδειότης fitness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδειότητι — ἐπιτηδειότης fitness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδειότητος — ἐπιτηδειότης fitness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτηδειότητα — η (AM ἐπιτηδειότης, Μ και ἐπιτηδειότητα) [επιτήδειος] ικανότητα, επιδεξιότητα, χρησιμότητα («είς δύναμιν εἴη πλήθει καὶ ἐπιτηδειότητι πρὸς ἑκάστας τὰς τῶν ἔργων παραβοηθείας», Πλάτ.) νεοελλ. 1. καταλληλότητα, αρμοδιότητα 2. εξυπνάδα, καπατσοσύνη… … Dictionary of Greek
ПРОКЛ — ПРОКЛ (Πρόκλος) Диадох (8/7.02.412, Константинополь 17.04.485, Афины), выдающийся философ неоплатоник, глава Афинской неоплатонической школы, систематизатор важнейших направлений античной философской мысли и мифологической традиции, оказавший … Античная философия