-
1 επιτηδειοτάτη
ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————ἐπιτήδειοςmade for an end: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
2 ἐπιτηδειοτάτη
Βλ. λ. επιτηδειοτάτη -
3 ἐπιτηδειοτάτῃ
Βλ. λ. επιτηδειοτάτη
См. также в других словарях:
ἐπιτηδειοτάτη — ἐπιτήδειος made for an end fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδειοτάτῃ — ἐπιτήδειος made for an end fem dat superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)