Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐπιτελῶ

  • 1 επιτελώ

    ἐπιτέλλω
    enjoin: fut ind act 1st sg (attic epic doric)
    ἐπιτελέω
    complete: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἐπιτελέω
    complete: pres ind act 1st sg (attic epic doric)
    ἐπιτελέω
    complete: fut ind act 1st sg (attic epic doric)
    ἐπιτελέω
    complete: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἐπιτελέω
    complete: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > επιτελώ

  • 2 ἐπιτελῶ

    ἐπιτέλλω
    enjoin: fut ind act 1st sg (attic epic doric)
    ἐπιτελέω
    complete: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἐπιτελέω
    complete: pres ind act 1st sg (attic epic doric)
    ἐπιτελέω
    complete: fut ind act 1st sg (attic epic doric)
    ἐπιτελέω
    complete: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἐπιτελέω
    complete: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ἐπιτελῶ

  • 3 ἀποτελέω

    ἀποτελέω fut. ἀποτελοῦμαι Lk 13:32 D; 1 aor. ἀπετέλεσα, pass. ἀπετελέσθην (s. τελέω; Hdt., X. et al.; ins, pap, LXX, En, TestSol; Philo, Aet. M. 41 al., De Prov. in Eus., PE 7, 21, 2; Ar. 4, 2; Just., Ath.).
    to bring an activity to an end, bring to completion, finish (1 Esdr 5:70 v.l.; Jos., C. Ap. 1, 154) of the constr. of a tower Hs 9, 5, 1f; 9, 26, 6. τὰ ῥήματα πάντα finish all the words v 2, 4, 2. Fig., pass. in act. sense come to completion, be fully formed (Aristot., De Cael. 26, 268b τὸ σῶμα ἀπετελέσθη; Luc., Herm. 8 ὸ̔ς ἂν ἀποτελέσθῃ πρὸς ἀρετήν; Synesius, Dio 1 p. 36 Petau Δίων φιλόσοφος ἀπετελέσθη) ἡ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα sin, when it has run its course Js 1:15 (in the sense of being completed in action, cp. Pla., Leg. 823d ἀ. τὰ προσταχθέντα, 7th Letter 336c ἀ. βουλήσεις).
    to accomplish someth., but without special reference to a beginning, perform (Pla., Gorg. 503d; Isocr. 10, 63; X., Cyr. 5, 1, 14; PTebt 276, 14; 2 Macc 15:39; En 5:2; Jos., C. Ap. 2, 179; Ar. 4, 2; Just., D. 134, 2) ἰάσεις cures Lk 13:32 (v.l. ἐπιτελῶ; for D s. beg. of this entry; s. ἐπιτελέω).—DELG s.v. τέλος. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀποτελέω

См. также в других словарях:

  • επιτελώ — επιτελώ, επιτέλεσα βλ. πίν. 76 Σημειώσεις: επιτελώ : απαντάται και η λόγια άτονη αύξηση (επετέλεσα) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιτελώ — (AM ἐπιτελῶ, έω) [τελώ] πραγματοποιώ, εκτελώ, επιτυγχάνω, αποπερατώνω («ὅπως ἂν ἡ εἰρήνη ἐπιτελεσθῇ», Δημοσθ.) αρχ. 1. εκτελώ («οἱ μὲν νυν ἄλλοι παῑδες τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον», Ηρόδ.) 2. συμπληρώνω, αποτελειώνω την κατασκευή («ὡς δὲ ἐπετελέσθη …   Dictionary of Greek

  • επιτελώ — επιτέλεσα, επιτελέστηκα, επιτελεσμένος, μτβ., εκτελώ, αποπερατώνω, πραγματοποιώ: Επιτέλεσα μεγάλο έργο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιτελῶ — ἐπιτέλλω enjoin fut ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπιτελέω complete pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιτελέω complete pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπιτελέω complete fut ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπιτελέω complete… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξανύω — ἐξανύω και αττ. τ. ἐξανύτω (Α) 1. φέρω σε πέρας, επιτελώ, ολοκληρώνω («θεῶν θέσμι ἐξήνυσε», Σοφ.) 2. αποτελειώνω, φονεύω, ξεμπερδεύω («ἧ θὴν σ ἐξανύω γε καὶ ὕστερον ἀντιβολήσας», Ομ. Ιλ.) 3. κυριεύω, κατακτώ 4. (για τοπ. ή χρον. διάστημα) διανύω… …   Dictionary of Greek

  • επικραίνω — ἐπικραίνω (Α) εκπληρώνω, επιτελώ, εκτελώ, φέρω εις πέρας («ἠδ’ ἔτι καὶ νῡν μοι τόδ’ ἐπικρήηνον ἐέλδωρ», Ομ. Ιλ.) 2. παθ. ἐπικραίνομαι κατασκευάζομαι, γίνομαι, εκτελούμαι, συμπληρώνομαι («ἐπεκραίνετο μόρσιμος αἰών», Αισχύλ.) 3. διευθύνω, κυβερνώ 4 …   Dictionary of Greek

  • προσεπιτελώ — έω, ΜΑ [ἐπιτελῶ] επιτελώ κάτι επί πλέον …   Dictionary of Greek

  • ήνυστρο — Το τέταρτο στομάχι των μηρυκαστικών, στο οποίο πραγματοποιείται η πέψη και δημιουργείται η πυτιά ή γαλιμίδι. Στους Ιππείς του Αριστοφάνη, το ή. αναφέρεται ως αγαπητό φαγητό των αρχαίων Αθηναίων. * * * το (Α ἤνυστρον) το τέταρτο στομάχι τών… …   Dictionary of Greek

  • ανύω — ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α) 1. εκτελώ, φέρνω σ ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ ἔργον», Όμηρος «οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος) 2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει 3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» αφού σ… …   Dictionary of Greek

  • αυτουργώ — (Α αὐτουργῶ, έω) [αυτουργός] διαπράττω αδίκημα, κυρίως έγκλημα, με τα ίδια μου τα χέρια αρχ. 1. εργάζομαι με τα ίδια μου τα χέρια, είμαι εργάτης 2. εκτελώ, επιτελώ κάτι …   Dictionary of Greek

  • διανύω — (Α διανύω και διανύτω) [ανύω] 1. περατώνω, τελειώνω, συμπληρώνω 2. κατορθώνω, επιτελώ 3. διαπερνώ, διατρέχω και φθάνω στο τέρμα 4. περνώ, διατρέχω χρονικό διάστημα («διανύει το 35ο έτος τής ηλικίας του») αρχ. σταματώ να κάνω κάτι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»