-
1 επιτελέειν
ἐπιτέλλωenjoin: fut inf act (epic ionic)ἐπιτελέωcomplete: pres inf act (epic ionic)ἐπιτελέωcomplete: fut inf act (epic ionic)ἐπιτελέωcomplete: pres inf act (epic ionic) -
2 ἐπιτελέειν
ἐπιτέλλωenjoin: fut inf act (epic ionic)ἐπιτελέωcomplete: pres inf act (epic ionic)ἐπιτελέωcomplete: fut inf act (epic ionic)ἐπιτελέωcomplete: pres inf act (epic ionic) -
3 θυσία
A burnt-offering, sacrifice, mostly in pl., v.l. in Batr.176, cf. Emp.128.6, etc.;ἐν θυσίησι εἶναι Hdt.8.99
;θυσίαισι δέκεσθαί τινα Pi.P.5.86
, cf. I.5(4).30;θυσίῃσι ἱλάσκεσθαι τὸν θεόν Hdt.1.50
, cf. 6.105; θυσίας ἔρδειν, ἐπιτελέειν, ἀνάγειν, Id.1.131, 2.63,60: also in sg., θυσίαν ποιεῖσθαι, θύειν, Pl.Smp. 174c, R. 362c;ἄγειν Id.Alc.2.148e
; θ. σωτηρίου, αἰνέσεως, τῆς τελειώσεως, LXXLe.3.1, 7.2, Ex.29.34; of the gods,θυσίαν δέχεσθαι A.Th. 701
(lyr.).3 festival, at which sacrifices were offered, Pl.Phd. 61b, Ti. 26e, al.;θ. καὶ διαγωγαὶ τοῦ συζῆν Arist.Pol. 1280b37
, cf. EN 1160a20; περὶ τῶν ἐν Ῥόδῳ θ., title of work by Theognis Hist.b generally, rite, ceremony, Plu.2.693f, Thes.20.II victim, offering, Plu.2.184f, Luc. Sacr.12. -
4 ἐντολή
ἐντολ-ή, ἡ,A injunction, order, command, freq. in pl., orders, commands, Pi.Fr. 177, Hdt.1.22, 3.147, A.Pr.12, etc.;ἐντολαὶ θεοῦ 1 Ep.Cor.7.19
; ἐντολὰς δοῦναι Decr. ap. D.18.75;ἐντολὴν ἐπιτελέειν Hdt.1.157
; royal ordinance, PTeb.6.10 (ii B. C.); θεῖαι ἐ., of Imperial ordinances, SIG888.51 (iii A. D.); ἀπ' ἐντολῆς by proxy, Luc.Pr.Im.16.—Rare in Trag. and [dialect] Att. Prose. -
5 ἐπιτάσσω
A put upon one as a duty, enjoin, τι Hdt.5.111, S.OC 839, etc. ; τί τινι, asἐ. ἄεθλόν τινι Hdt.4.43
, cf. 1.155 ; ;ἐπιτάξαντος τᾷ πόλει Γαλλίου σῖτον καὶ Ἀνχαρίου ἱμάτια SIG748.25
(i B.C.) : c. dat. pers. et inf., order one to do,ἐ. τοῖσι μὲν πεζὸν στρατὸν..παρέχειν Hdt.4.83
, cf. 3.159, Ar.V. 69, And.3.11, etc.: rarely c. acc. et inf., enjoin or order that.., X.Lac. 5.8 ; with the case omitted,ἐ. ἀποφορὴν ἐπιτελέειν Hdt.2.109
, cf. 137 : abs., impose commands, Th.1.140, al. ; τινί on one, S.Ant. 664:— [voice] Pass., accept orders, submit to commands,εἰ 'πιταξόμεσθα δή E.Supp. 521
;ἐπιταττόμενος Ar.V. 686
: c. inf.,οἱ ἐπιταττόμενοι γαμεῖν Pl.Lg. 925e
: c. acc. rei,ἄλλο τι ἐπιταχθήσεσθε Th.1.140
; of things, to be ordered,ὁ στρατὸς ὁ -θεὶς ἑκάστοισι Hdt.6.95
; soΛακεδαιμονίοις..ναῦς ἐπετάχθησαν ποιεῖσθαι Th.2.7
s. v.l. ; orders given,Hdt.
1.115 ;τἀπιταχθέντα Pl.Ti. 20b
, al. ; ; dictated,Th.
1.141 : Math., τὸ ἐπιταχθέν what was prescribed, Euc.4.1, al. ; πλευρὰς ἔχον ὅσας ἄν τις ἐπιτάξῃ with as many sides as you please, Papp.290.26.2 use the imperative mood,εὔχεσθαι οἰόμενος ἐπιτάττει εἰπὼν μῆνιν ἄειδε θεά.. τὸ γὰρ κελεῦσαι, φησί,..ἐπίταξίς ἐστιν Arist.Po. 1456b16
; opp. κελεύειν, IG12.76.33.II place next or beside,[Σαγάρτιοι] ἐπετετάχατο ἐς τοὺς Πέρσας Hdt.7.85
;ἐπετέτακτο Ἀριστοκράτει Περικλῆς X.HG1.6.29
:—[voice] Med., τοὺς ἱππέας ἐπετάξαντο ἐπὶ τῷ δεξιῷ they had the cavalry placed next, Th.6.67.2 place behind,ὄπισθεν τοῦ πεζοῦ τὴν ἵππον Hdt.1.80
, cf. Pl.R. 471d ([voice] Pass.):—[voice] Med.,ἐπιτάξασθαι τῇ φάλαγγι λόχους X.An.6.5.9
:—[voice] Pass., , cf. Plu.Luc.31, Ael.Tact. 29.8, Arr.Tact.25.10 ;Ἀράβιοι ἔσχατοι ἐπετετάχατο Hdt.7.87
.b Gramm., place after, in [voice] Pass.,αὐτὸς πάσῃ ἀντωνυμίᾳ -τάσσεται A.D.Pron.34.10
, cf. Synt.138.23.3 set in command over,τινί Arr.An.1.24.1
:—[voice] Pass., οἱ ἐπιτεταγμένοι set as guards over the wagons, Th.5.72 ;ταῖς βασιλικαῖς ἐπιστολαῖς -ταχθείς Philostr.VS2.24.1
, cf. Jul.Or.2.63d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτάσσω
См. также в других словарях:
ἐπιτελέειν — ἐπιτέλλω enjoin fut inf act (epic ionic) ἐπιτελέω complete pres inf act (epic ionic) ἐπιτελέω complete fut inf act (epic ionic) ἐπιτελέω complete pres inf act (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτάσσω — (Α ἐπιτάσσω και αττ. τ. ἐπιτάττω) [τάσσω] τοποθετώ, παρατάσσω πίσω από άλλο («ὄπισθεν δὲ τοῡ πεζοῡ ἐπέταξε πᾱσαν τὴν ἵππον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. επιβάλλω, υπαγορεύω, προστάζω 2. εκτελώ επίταξη* αρχ. 1. προστάζω, διατάζω, παραγγέλλω (α. «καὶ πάντως… … Dictionary of Greek
επιτελώ — (AM ἐπιτελῶ, έω) [τελώ] πραγματοποιώ, εκτελώ, επιτυγχάνω, αποπερατώνω («ὅπως ἂν ἡ εἰρήνη ἐπιτελεσθῇ», Δημοσθ.) αρχ. 1. εκτελώ («οἱ μὲν νυν ἄλλοι παῑδες τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον», Ηρόδ.) 2. συμπληρώνω, αποτελειώνω την κατασκευή («ὡς δὲ ἐπετελέσθη … Dictionary of Greek