-
1 επιτελούμαι
ἐπιτέλλωenjoin: fut ind mid 1st sg (attic epic doric)ἐπιτελέωcomplete: pres ind mp 1st sg (attic epic doric)ἐπιτελέωcomplete: fut ind mid 1st sg (attic epic doric)ἐπιτελέωcomplete: pres ind mp 1st sg (attic epic doric) -
2 ἐπιτελοῦμαι
ἐπιτέλλωenjoin: fut ind mid 1st sg (attic epic doric)ἐπιτελέωcomplete: pres ind mp 1st sg (attic epic doric)ἐπιτελέωcomplete: fut ind mid 1st sg (attic epic doric)ἐπιτελέωcomplete: pres ind mp 1st sg (attic epic doric) -
3 вести
веду, ведешь, παρλθ. χρ. вел, вела, -ло, μτχ. ενστ. ведущий, μτχ. παρλθ. χρ. ведший, παθ. μτχ. ενστ. ведомый, επίρ. μτχ. ведя; ρ.δ.1. μ. οδηγώ, προσάγω•вести слепого за руку οδηγώ τον τυφλό από το χέρι.
|| βαδίζω επικεφαλής•вести войско в бой βαδίζω επικεφαλής του στρατεύματος στη μάχη.
|| οδηγώ (όχημα, πλοίο κ.τ.τ.)2. μτφ. διευθύνω, καθοδηγώ•вести практические занятия καθοδηγώ τις πρακτικές ασκήσεις.
3. κατευθύνω•все дороги ведут в рим όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη.
4. διεξάγω εργασία, φτιάχνω, κάνω•он смотрел, как ведут железные дороги αυτός κοίταζε, πως φτιάχνουν τις σιδηροδρομικές γραμμές•
они вели телефонные провода αυτοί περνούσαν τηλεφωνικά καλώδια.
5. φέρω, άγω• καταλήγω•куда -ет эта дорога? που οδηγεί αυτός ο δρόμος;
μτφ. συνεπάγομαι, συνεπιφέρω, έχω σαν αποτέλεσμα•алкоголизм -етквы-ровдению ο αλκολισμός οδηγεί στον εκφυλισμό.
6. απρόσ. σκεβρώνω•доску -ет от сырости η οανίδα σκεβρώνει από την υγρασία.
7. μ. κρατώ• διεξάγω, τηρώ, διατηρώ, εκτελώ•вести протокол κρατώ πρακτικό•
вести дневник κρατώ ημερολόγιο•
вести записи κρατώ σημειώσεις•
вести огонь ανάβω φωτιά•
вести знакомство πιάνω γνωριμία•
вести войну διεξάγω (κάνω) πόλεμο•
вести борьбу κάνω αγώνα (αγωνίζομαι)•
вести разговор κάνω κουβέντα, κουβεντιάζω, συνομιλώ•
вести переписку έχω αλληλογοαφία (αλληλογραφώ).
εκφρ.вести свой род от кого – έλκω το γένος απο....- начало от... έχω την αρχή απο... вести себя как φέρνομαι σαν1. διεξάγομαι, γίνομαι. || επιτελούμαι, πραγματοποιούμαι•-утся переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις.
2. οδηγούμαι, διευθύνομαι, διοικούμαι•корабль -ется опытным капитаном το καράβι οδηγείται από έμπειρο καπετάνιο.
3. απρόσ. υνηθίζεται•так -ется исстари έτσι συνηθίζεται από παλιά.
4. πολλαπλασιάζομαι, πληθαίνω, -θύνομαι, αβγαταίνω•хорошо -утся куры καλά προκόβουν οι κότες.
-
4 завершить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завершенный, βρ: -шен, -шена, -шею ρ.σ.μ.1. παλ. τελειώνω ως την κορυφή, κορυφώνω.2. αποτελειώνω, αποπερατώνω, αποτερματίζω• επιτελώ.αποπερατώνομαι, επιτελούμαι. -
5 совершить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. совершнный, βρ: -шн, -шена, -шено ρ.σ.μ.1. (δια)πράττω, κάνω, εκτελώ, επιτελώ• πραγματοποιώ•совершить подвиг κάνω (επιτελώ) κατόρθωμα•
совершить ошибку κάνω λάθος•
совершить путешествие κάνω ταξίδι (ταξιδεύω)•
совершить преступление διαπράττω έγκλημα (εγκληματώ)•
совершить богослужение κάνω λειτουργία (λειτουργώ).
2. συνομολογώ, κλείνω•совершить сделку κλείνω συμφωνία.
(δια)πράττομαι, εκτελούμαι, επιτελούμαι, γίνομαι• πραγματοποιούμαι•-лось что-то неожиданное έγινε κάτι το ανεπάντεχο•
брако- сочетание -лось ο γάμος έγινε (τελέστηκε)•
пророчество -лось η προφητεία επαληθεύτηκε•
похороны -лись вчера η κηδεία έγινε χτες.
См. также в других словарях:
επιτελούμαι — επιτελούμαι, επιτελέστηκα, επιτελεσμένος βλ. πίν. 78 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἐπιτελοῦμαι — ἐπιτέλλω enjoin fut ind mid 1st sg (attic epic doric) ἐπιτελέω complete pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ἐπιτελέω complete fut ind mid 1st sg (attic epic doric) ἐπιτελέω complete pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτελώ — (AM ἐπιτελῶ, έω) [τελώ] πραγματοποιώ, εκτελώ, επιτυγχάνω, αποπερατώνω («ὅπως ἂν ἡ εἰρήνη ἐπιτελεσθῇ», Δημοσθ.) αρχ. 1. εκτελώ («οἱ μὲν νυν ἄλλοι παῑδες τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον», Ηρόδ.) 2. συμπληρώνω, αποτελειώνω την κατασκευή («ὡς δὲ ἐπετελέσθη … Dictionary of Greek