-
1 επιταχύνεται
ἐπιταχύ̱νεται, ἐπιταχύνωhasten on: aor subj mid 3rd sg (epic)ἐπιταχύ̱νεται, ἐπιταχύνωhasten on: pres ind mp 3rd sgἐπιταχύ̱νεται, ἐπιταχύνωhasten on: aor subj mid 3rd sg (epic)ἐπιταχύ̱νεται, ἐπιταχύνωhasten on: pres ind mp 3rd sg -
2 ἐπιταχύνεται
ἐπιταχύ̱νεται, ἐπιταχύνωhasten on: aor subj mid 3rd sg (epic)ἐπιταχύ̱νεται, ἐπιταχύνωhasten on: pres ind mp 3rd sgἐπιταχύ̱νεται, ἐπιταχύνωhasten on: aor subj mid 3rd sg (epic)ἐπιταχύ̱νεται, ἐπιταχύνωhasten on: pres ind mp 3rd sg
См. также в других словарях:
ἐπιταχύνεται — ἐπιταχύ̱νεται , ἐπιταχύνω hasten on aor subj mid 3rd sg (epic) ἐπιταχύ̱νεται , ἐπιταχύνω hasten on pres ind mp 3rd sg ἐπιταχύ̱νεται , ἐπιταχύνω hasten on aor subj mid 3rd sg (epic) ἐπιταχύ̱νεται , ἐπιταχύνω hasten on pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδράνεια — Η αντίδραση που προβάλλει ένα σώμα σε κάθε μεταβολή της κατάστασής του, είτε από ηρεμία σε κίνηση, είτε από κίνηση σε ηρεμία. Οι συνήθεις εκφράσεις α. ενός σώματος και κίνηση από την α. χρησιμοποιούνται όταν θέλουμε να εκφράσουμε: στην πρώτη… … Dictionary of Greek
επιταχυντής — Μηχάνημα που προσδίδει αρκετά υψηλή ενέργεια σε ατομικά ή υποατομικά σωματίδια με ηλεκτρικό φορτίο, όπως τα ηλεκτρόνια, τα πρωτόνια, τα δευτερόνια. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση της επιταχυντικής δράσης των ηλεκτρικών και ηλεκτρομαγνητικών… … Dictionary of Greek
καθίζηση — Κατολίσθηση εδάφους και οικοδομής· η συσσώρευση ιζήματος από κάποιο υγρό στον πυθμένα δοχείου. (Γεωλ.) Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα τμήμα πετρωμάτων του στερεού φλοιού της Γης αποχωρίζεται και πέφτει σε χαμηλότερη θέση. Οι λόγοι που… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αυτοκατάλυση — Η ιδιότητα που έχουν ορισμένοι οργανισμοί ή κάποια κύτταρα ή τα κυτταρικά τους συστατικά να καταλύουν τα ίδια την παραγωγή ορισμένων βιολογικών τους ουσιών, έτσι ώστε να παρασκευάζεται περισσότερη από αυτή την ουσία. Όσο μεγαλύτερη ποσότητα… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
παραγωγικότητα — Ειδική έρευνα των συντελεστών της παραγωγής (φύση, κεφάλαιο, εργασία) που δείχνει το μέτρο, κατά το οποίο καθένας από αυτούς συμβάλλει στον σχηματισμό του προϊόντος της επιχείρησης. Η έννοια της π. είναι ουσιαστικά οικονομική και δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… … Dictionary of Greek
σουλφάτωση — η, Ν (χημ. ηλεκτρολ.) διεργασία που συνίσταται στον σχηματισμό ενός στρώματος θειούχου μολύβδου στις πλάκες ενός ηλεκτρικού συσσωρευτή μολύβδου, διεργασία που επιταχύνεται όταν ο συσσωρευτής παραμένει αχρησιμοποίητος, γεγονός που οδηγεί τελικά… … Dictionary of Greek
στρέτο — το, Ν άκλ. μουσ. μέρος τής φούγκας όπου η γραφή συμπυκνώνεται, όπου, δηλαδή, η ρυθμική αγωγή επιταχύνεται στο μέγιστο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. stretto] … Dictionary of Greek