-
1 επιταλαριος
2(λᾰ) несущий корзинку
См. также в других словарях:
Επιταλάριος — Ἐπιταλάριος, ἡ (Α) (επίθ. τής Αφροδίτης) που κρατά τάλαρον*, μικρό καλάθι, κάνιστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τάλαρος «καλάθι»] … Dictionary of Greek
ἐπιταλαρίου — ἐπιταλάριος with a basket masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)