Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπιταγῶν

См. также в других словарях:

  • ἐπιταγῶν — ἐπιταγή imposition fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • καρνέ — το 1. πρόχειρο σημειωματάριο 2. σύνολο εισιτηρίων, επιταγών κ.ά. ομοειδών εντύπων βιβλιοδετημένων σε ένα τεύχος («το καρνέ τών επιταγών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. carnet] …   Dictionary of Greek

  • αλλακτικός — ή, ό (ΑΜ ἀλλακτικός, ή, όν) [ἀλλάσσω] ο σχετικός με την αλλαγή ή την ανταλλαγή ή ο κατάλληλος γι αυτήν νεοελλ. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα αλλακτικά ή χτικά το ποσοστό που κρατείται για την αλλαγή νομισμάτων, χρεωγράφων,… …   Dictionary of Greek

  • δραχμοποίηση — η η μετατροπή ξένου νομίσματος ή επιταγών, μετοχών κ.λπ. σε δραχμές …   Dictionary of Greek

  • νομιμότητα — Γενική αρχή της έννοιας του σύγχρονου κράτους, που αντιπαραβάλλεται στην έννοια της σκοπιμότητας και την έννοια της αυθαιρεσίας. Γενικά, στη σύγχρονη πολιτειολογία επικρατεί η αρχή του «κράτους του νόμου», με την οποία κάθε εκδήλωση αρχής… …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… …   Dictionary of Greek

  • ταμείο — Στην οικονομία είναι το σύνολο των διαθέσιμων ρευστών, κυρίως σε μια επιχείρηση. Η συνήθεια να διατηρούνται μεταλλικά νομίσματα ή χαρτονομίσματα στο τ. ή καλύτερα σε ένα χρηματοκιβώτιο είχε σιγά σιγά ως συνέπεια να χαρακτηρίζεται ως τ. η έννοια… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • πληθωρισμός — ο (οικον.), η αύξηση των μέσων πληρωμής (νομισμάτων, επιταγών κτλ.): Ο πληθωρισμός είναι νοσηρό φαινόμενο της οικονομίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»