-
41 επιτηδείως
-
42 ἐπιτηδείως
-
43 επιτηδεότατον
ἐπιτήδειοςmade for an end: masc acc sgἐπιτήδειοςmade for an end: neut nom /voc /acc sg -
44 ἐπιτηδεότατον
ἐπιτήδειοςmade for an end: masc acc sgἐπιτήδειοςmade for an end: neut nom /voc /acc sg -
45 επιτηδέας
ἐπιτηδέᾱς, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem acc pl (ionic)ἐπιτηδέᾱς, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
46 ἐπιτηδέας
ἐπιτηδέᾱς, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem acc pl (ionic)ἐπιτηδέᾱς, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
47 επιτηδέως
ἐπιτήδειοςmade for an end: adverbial (ionic)ἐπιτήδειοςmade for an end: masc acc pl (doric ionic)ἐπιτηδέωςindeclform (adverb) -
48 ἐπιτηδέως
ἐπιτήδειοςmade for an end: adverbial (ionic)ἐπιτήδειοςmade for an end: masc acc pl (doric ionic)ἐπιτηδέωςindeclform (adverb) -
49 επιτήδειον
ἐπιτήδειοςmade for an end: masc acc sgἐπιτήδειοςmade for an end: neut nom /voc /acc sg -
50 ἐπιτήδειον
ἐπιτήδειοςmade for an end: masc acc sgἐπιτήδειοςmade for an end: neut nom /voc /acc sg -
51 επιτήδεον
ἐπιτήδειοςmade for an end: masc acc sg (ionic)ἐπιτήδειοςmade for an end: neut nom /voc /acc sg (ionic) -
52 ἐπιτήδεον
ἐπιτήδειοςmade for an end: masc acc sg (ionic)ἐπιτήδειοςmade for an end: neut nom /voc /acc sg (ionic) -
53 καπιτηδεία
ἐπιτηδείᾱ, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc /acc dualἐπιτηδείᾱ, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
54 κἀπιτηδεία
ἐπιτηδείᾱ, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc /acc dualἐπιτηδείᾱ, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
55 επιτηδειοτάταις
-
56 ἐπιτηδειοτάταις
-
57 επιτηδειοτάτην
-
58 ἐπιτηδειοτάτην
-
59 επιτηδειοτάτης
-
60 ἐπιτηδειοτάτης
См. также в других словарях:
ἐπιτήδειος — made for an end masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτήδειος — α, ο (Α ἐπιτήδειος, ον και ος, εία, ον, ιων. τ. ἐπιτήδεος, έη, εον, δωρ. τ. ἐπιτάδειος, α, ον) 1. ικανός, επιδέξιος, κατάλληλος, έμπειρος (α. «νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα», Ηρόδ. β. «ὀστρακισθῆναι μὲν ἐπιτήδειός εἰμι», Ανδοκ.) 2. (το ουδ. πληθ … Dictionary of Greek
επιτήδειος — α, ο επίρρ. α 1. ο κατάλληλος για ορισμένο σκοπό, αρμόδιος, πρόσφορος: Έδαφος επιτήδειο για άσκηση άμυνας λόχου. 2. (για ανθρώπους), που έχει την ικανότητα και την πείρα να κάνει κάτι, επιδέξιος, καπάτσος: Επιτήδειος πρεσβευτής. 3. ο ικανός να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιτηδειότερον — ἐπιτήδειος made for an end adverbial comp ἐπιτήδειος made for an end masc acc comp sg ἐπιτήδειος made for an end neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδειοτάτων — ἐπιτήδειος made for an end fem gen superl pl ἐπιτήδειος made for an end masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδειοτέραις — ἐπιτήδειος made for an end fem dat comp pl ἐπιτηδειοτέρᾱͅς , ἐπιτήδειος made for an end fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδειοτέρων — ἐπιτήδειος made for an end fem gen comp pl ἐπιτήδειος made for an end masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδειοτέρως — ἐπιτήδειος made for an end adverbial comp ἐπιτήδειος made for an end masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδειότατα — ἐπιτήδειος made for an end adverbial superl ἐπιτήδειος made for an end neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδειότατον — ἐπιτήδειος made for an end masc acc superl sg ἐπιτήδειος made for an end neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδείων — ἐπιτήδειος made for an end fem gen pl ἐπιτήδειος made for an end masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)