Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπισωρεύσουσι

См. также в других словарях:

  • ἐπισωρεύσουσι — ἐπισωρεύω heap upon aor subj act 3rd pl (epic) ἐπισωρεύω heap upon fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπισωρεύω heap upon fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισωρεύω — (AM ἐπισωρεύω) (για πρόσ.) (ενεργ. και μέσ.) συγκεντρώνω, συσσωρεύω, μαζεύω (α. «τα πλήθη βλέπω να επισωρεύωνται», Κάλβος β. «ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους», ΚΔ) νεοελλ. συσσωρεύω, σωριάζω («αυτός ο πόλεμος επισώρευσε πολλές συμφορές στη χώρα») μσν.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»