-
1 επισωρεύσασι
-
2 ἐπισωρεύσασι
См. также в других словарях:
ἐπισωρεύσασι — ἐπισωρεύσᾱσι , ἐπισωρεύω heap upon aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επισωρεύσασι
2 ἐπισωρεύσασι
ἐπισωρεύσασι — ἐπισωρεύσᾱσι , ἐπισωρεύω heap upon aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)