Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπισφραγίσῃ

  • 1 επισφραγίση

    ἐπισφραγίσηι, ἐπισφράγισις
    cadence: fem dat sg (epic)
    ἐπισφραγίζω
    put a seal on: aor subj mid 2nd sg
    ἐπισφραγίζω
    put a seal on: aor subj act 3rd sg
    ἐπισφραγίζω
    put a seal on: fut ind mid 2nd sg
    ἐπισφρᾱγίσῃ, ἐπισφραγίζω
    put a seal on: aor subj mid 2nd sg
    ἐπισφρᾱγίσῃ, ἐπισφραγίζω
    put a seal on: aor subj act 3rd sg
    ἐπισφρᾱγίσῃ, ἐπισφραγίζω
    put a seal on: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > επισφραγίση

  • 2 ἐπισφραγίσῃ

    ἐπισφραγίσηι, ἐπισφράγισις
    cadence: fem dat sg (epic)
    ἐπισφραγίζω
    put a seal on: aor subj mid 2nd sg
    ἐπισφραγίζω
    put a seal on: aor subj act 3rd sg
    ἐπισφραγίζω
    put a seal on: fut ind mid 2nd sg
    ἐπισφρᾱγίσῃ, ἐπισφραγίζω
    put a seal on: aor subj mid 2nd sg
    ἐπισφρᾱγίσῃ, ἐπισφραγίζω
    put a seal on: aor subj act 3rd sg
    ἐπισφρᾱγίσῃ, ἐπισφραγίζω
    put a seal on: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἐπισφραγίσῃ

  • 3 επισφράγιση

    [-ις (-εως)] η, επισφράγισμα τό
    1) скрепление печатью; 2) запечатывание, штемпелевание; 3) перен. подтверждение, утверждение;

    § προς επισφράγισιν τούτου — в подтверждение чего-л.

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επισφράγιση

  • 4 επισφραγίσηι

    ἐπισφράγισις
    cadence: fem dat sg (epic)
    ἐπισφραγίσῃ, ἐπισφραγίζω
    put a seal on: aor subj mid 2nd sg
    ἐπισφραγίσῃ, ἐπισφραγίζω
    put a seal on: aor subj act 3rd sg
    ἐπισφραγίσῃ, ἐπισφραγίζω
    put a seal on: fut ind mid 2nd sg
    ἐπισφρᾱγίσῃ, ἐπισφραγίζω
    put a seal on: aor subj mid 2nd sg
    ἐπισφρᾱγίσῃ, ἐπισφραγίζω
    put a seal on: aor subj act 3rd sg
    ἐπισφρᾱγίσῃ, ἐπισφραγίζω
    put a seal on: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > επισφραγίσηι

  • 5 ἐπισφραγίσηι

    ἐπισφράγισις
    cadence: fem dat sg (epic)
    ἐπισφραγίσῃ, ἐπισφραγίζω
    put a seal on: aor subj mid 2nd sg
    ἐπισφραγίσῃ, ἐπισφραγίζω
    put a seal on: aor subj act 3rd sg
    ἐπισφραγίσῃ, ἐπισφραγίζω
    put a seal on: fut ind mid 2nd sg
    ἐπισφρᾱγίσῃ, ἐπισφραγίζω
    put a seal on: aor subj mid 2nd sg
    ἐπισφρᾱγίσῃ, ἐπισφραγίζω
    put a seal on: aor subj act 3rd sg
    ἐπισφρᾱγίσῃ, ἐπισφραγίζω
    put a seal on: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἐπισφραγίσηι

См. также в других словарях:

  • επισφράγιση — η (AM ἐπισφράγισις) [επισφραγίζω] 1. το σφράγισμα και κατά συνεκδοχή η επικύρωση, η επιβεβαίωση 2. μτφ. ολοκλήρωση, επιστέγαση αρχ. (μετρ.) η πτώση τού ρυθμού στον στίχο …   Dictionary of Greek

  • επισφράγιση — η 1. το σφράγισμα. 2. μτφ., επικύρωση, επιβεβαίωση. 3. μτφ., συμπλήρωση, ολοκλήρωση, επιστέγαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπισφραγίσῃ — ἐπισφραγίσηι , ἐπισφράγισις cadence fem dat sg (epic) ἐπισφραγίζω put a seal on aor subj mid 2nd sg ἐπισφραγίζω put a seal on aor subj act 3rd sg ἐπισφραγίζω put a seal on fut ind mid 2nd sg ἐπισφρᾱγίσῃ , ἐπισφραγίζω put a seal on aor subj mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισφραγίσηι — ἐπισφράγισις cadence fem dat sg (epic) ἐπισφραγίσῃ , ἐπισφραγίζω put a seal on aor subj mid 2nd sg ἐπισφραγίσῃ , ἐπισφραγίζω put a seal on aor subj act 3rd sg ἐπισφραγίσῃ , ἐπισφραγίζω put a seal on fut ind mid 2nd sg ἐπισφρᾱγίσῃ , ἐπισφραγίζω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισφραγιστικός — ή, ό (Μ ἐπισφραγιστικός, ή, όν) [επισφραγιστής] νεοελλ. αυτός που γίνεται για επισφράγιση, επιβεβαιωτικός, επικυρωτικός μσν. αυτός που σφραγίζει, ο αρμόδιος για την επισφράγιση. επίρρ... επισφραγιστικώς και ά με τρόπο που επιβεβαιώνει, που… …   Dictionary of Greek

  • επισημοποίηση — η η περιβολή μιας πράξης με επίσημο χαρακτήρα, επικύρωση, επισφράγιση (επισημοποίηση δεσμού). [ΕΤΥΜΟΛ. < επισημοποιώ. Η λ. στον λόγιο τ. επισημοποίησις μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικόν Νομοτεχνικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

  • επισφράγισμα — το (AM ἐπισφράγισμα) [επισφραγίζω] 1. επισφράγιση*, επιβεβαίωση, επικύρωση 2. τελειοποίηση, αποπεράτωση, ολοκλήρωση μσν. εγγύηση αρχ. συμπλήρωμα, πίνακας που επιτάσσεται …   Dictionary of Greek

  • επισφραγίς — ἐπισφραγίς, ἡ (Α) σφραγίδα, σφράγισμα, επισφράγιση, επικύρωση …   Dictionary of Greek

  • στεφάνωμα — το, ΝΜΑ [στεφανῶ, ώνω] η τέλεση τού μυστηρίου τού γάμου, η στέψη, ο γάμος νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού στεφανώνω, τοποθέτηση στεφάνου στο κεφάλι κάποιου 2. τοποθέτηση στεφάνου σε ηρώο, σε ανδριάντα ή σε άλλο μνημείο σε ένδειξη τιμής και σεβασμού… …   Dictionary of Greek

  • συγκατασφραγίζω — Α [κατασφραγίζω] κάνω το σημείο τού σταυρού μαζί με κάτι άλλο για επισφράγιση …   Dictionary of Greek

  • Ινοκέντιος — I Όνομα δεκατριών παπών της Ρώμης. 1. I. Α’ (; – 417). Πάπας της Ρώμης (401 417). Προσπάθησε να ισχυροποιήσει το κύρος της παπικής εξουσίας και να εξασφαλίσει την αναγνώριση των πρωτείων της. Αφόρισε τους διώκτες του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, παρά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»