-
1 ἐπισφάλεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισφάλεια
-
2 ἐπισφαλής
A prone to fall, unstable, precarious,τὰ μεγάλα πάντα ἐπισφαλῆ Pl.R. 497d
;- εστέρα δύναμις D.2.15
, cf. Arist.EN 1155a10 ; ἐπισφαλές [ ἐστι] Id.Pol. 1264b6 ;ἐ. φύσει βίος Men.Epit. 126
.II ([etym.] σφάλλω) making to fall, misleading,εἰς βλάβην Plu.2.653d
, etc.2 dangerous,νόσημα Hp.VM9
;νόσοι Ph.2.413
;καιροί Plb.1.66.12
: [comp] Sup.-εστάτη, χώρα Id.2.29.2
;τοῦ ἀγχιβαθοῦς τῶν ἑλῶν Πωμαίοις -σφαλοῦς ἐσομένου Hdn.7.2.5
; ἐπισφαλές [ἐστι]παρακοῦσαι Epicur. Fr. 200
. Adv. -λῶς, ἔχειν, διακεῖσθαι, to be in danger, Plb.6.25.4, Plu.Sol.13 ;ἐ. βεβηκώς LXX Wi.4.4
: [comp] Sup.-έστατα, περᾶσαι Plu.Cat.Mi.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισφαλής
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский