-
1 επισφαλης
21) неустойчивый, шаткий, непрочный(μεγάλα πάντα Plat.; δύναμις Dem.)
2) перен. скользкий, обманчивый(τόποι Polyb.)
3) перен. ведущий по наклонной плоскости, т.е. вовлекающий4) рискованный, опасный(καιρός Polyb., Plut.)
-
2 επισφαλής
ης, ες1) прям., перен. шаткий, ненадёжный, непрочный;η γέφυρα είναι επισφαλής — мост непрочный;
επισφαλής η θέση της κυβερνήσεως — позиции правительства шатки;
2) опасный, рискованный;επισφαλής επιχείρησις — рискованное предприятие
-
3 ἐπισφαλής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐπισφαλής
-
4 επισφαλής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > επισφαλής
-
5 ἐπισφαλής
неустойчивый, рискованный, опасный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπισφαλής
-
6 επισφαλής
[эписфалис] επ непрочный, ненадёжный. -
7 κινδυνωδης
-
8 2000
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2000
См. также в других словарях:
ἐπισφαλής — prone to fall masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισφαλής — ές (Α ἐπισφαλής) 1. αυτός που κινδυνεύει να πέσει, που υπόκειται σε πτώση, αβέβαιος, ασταθής (α. «η θέση τής κυβέρνησης είναι επισφαλής» β. «τὰ μεγάλα πάντ’ ἐπισφαλῆ», Πλάτ.) 2. (για κτίσματα) σαθρός, ετοιμόρροπος αρχ. 1. αυτός που ενέχει… … Dictionary of Greek
επισφαλής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. που δε βρίσκεται σε ασφάλεια, που κινδυνεύει να πέσει, αβέβαιος στο αποτέλεσμα, που διατρέχει κίνδυνο: Επισφαλής τοποθέτηση χρημάτων. 2. (για οικοδομήματα), ο μη στερεός: Η γέφυρα είναι επισφαλής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπισφαλῆ — ἐπισφαλής prone to fall neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπισφαλής prone to fall masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπισφαλής prone to fall masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισφαλέστερον — ἐπισφαλής prone to fall adverbial comp ἐπισφαλής prone to fall masc acc comp sg ἐπισφαλής prone to fall neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισφαλεστάτων — ἐπισφαλής prone to fall fem gen superl pl ἐπισφαλής prone to fall masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισφαλεῖ — ἐπισφαλής prone to fall masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπισφαλής prone to fall masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισφαλεῖς — ἐπισφαλής prone to fall masc/fem acc pl ἐπισφαλής prone to fall masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισφαλές — ἐπισφαλής prone to fall masc/fem voc sg ἐπισφαλής prone to fall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισφαλέστατα — ἐπισφαλής prone to fall adverbial superl ἐπισφαλής prone to fall neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισφαλέστατον — ἐπισφαλής prone to fall masc acc superl sg ἐπισφαλής prone to fall neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)